- υπερσκοπώ
- -έω, Αεξετάζω κάτι για χάρη άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + σκοπῶ «εξετάζω, θεωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek